Παθολογία του Ερειστικού Συστήματος


 

Στην ανατομική σκολίωση υπάρχει μόνιμη παραμόρφωση της προσβεβλημένης μοίρας της σπονδυλικής στήλης που χαρακτηρίζεται κυρίως από στροφή των σπονδύλων. Οι ακανθώδεις αποφύσεις φέρονται προς το κοίλο του κυρτώματος. Μόλις αναπτυχθεί η αλλοίωση, η πάθηση τείνει να εξελίσσεται όσο ο ασθενής αναπτύσσεται και δεν προκαλεί συμπτώματα ώσπου να εμφανισθεί ραχιαλγία στην ενήλικη ζωή.

 

 

Η αυχενική σπονδύλωση ή αυχενική οστεοαρθρίτιδα είναι συνήθης κλινική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται κυρίως από προσβολή των αρθρώσεων της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Ο μεσοσπονδύλιος δίσκος υφίσταται εκφύλιση που οδηγεί στις επιπλοκές που συνοδεύουν αυτή την πάθηση. Η συμπτωματολογία εκδηλώνεται όταν ο εκφυλισμένος δίσκος συμπιέσει τις ρίζες των νεύρων που αναδύονται από τη σπονδυλική στήλη κατευθυνόμενες σε διαφορετικές περιοχές του σώματος.

 

 

Οι αυχενικοί σπόνδυλοι προσβάλλονται συχνά από οστεοαρθρίτιδα κυρίως στην ενήλικο ζωή. Η ευκινησία των αρθρώσεων του αυχένα καθιστά την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης πιο ευπρόσβλητη στην εκφύλιση. Η πάθηση αυτή προκαλεί συνήθως πόνο κατά την κίνηση του αυχένα και συνοδεύεται από δυσκαμψία και σποραδική κεφαλαλγία και ζάλη.

 

 

Το υπεξάρθρημα της αυχενικής μοίρας είναι αμιγώς κάκωση από κάμψη. Δεν παρατηρείται οστική βλάβη αλλά υπάρχει ρήξη στον οπίσθιο επιμήκη σύνδεσμο. Ο προσβεβλημένος σπόνδυλος εμφανίζει πρόσθια παρεκτόπιση σε σχέση με τον υποκείμενο με αύξηση του οπίσθιου μεσακάνθιου διαστήματος. Ακτινολογικά, είναι δυνατόν να παρατηρηθεί αύξηση του μεσακάνθιου διαστήματος, η οποία είναι ενδεικτική της διαταραχής.

 

 

Αρκετοί παράγοντες, όπως η μείωση στο πλήθος ή στην πυκνότητα των οστικών δοκίδων και η παρουσία εύθραυστων οστών ή καταγμάτων διαπιστώνονται συχνά στην οστεοπόρωση μέτριας ή βαρείας μορφής. Ωστόσο, η διάγνωση μπορεί να αποβεί δύσκολη στις ήπιες περιπτώσεις. Αυτό συμβαίνει καθώς άτομα που  θεωρούνται φυσιολογικά παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς την οστική τους υφή.

 

 

Στην οστεοπόρωση τα οστά χάνουν μέρος της πυκνότητάς τους και παρατηρείται σημαντική λέπτυνση του οστικού φλοιού και των οστικών δοκίδων. Σε ενδιάμεσο στάδιο, τα συμπτώματα οστεοπόρωσης εξακολουθούν να είναι σιωπηρά και μολονότι η διάγνωση είναι σχετικά εύκολη, η νόσος διαπιστώνεται μόνο μετά την εμφάνιση κατάγματος.

 

 

Ο όρος οστεοπόρωση αναφέρεται σε απώλεια αλάτων στο σύνολο των οστών χωρίς άλλες μορφολογικές ανωμαλίες. Συνήθως παρατηρείται σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες λόγω μείωσης των επιπέδων οιστρογόνων. Στην οστεοπόρωση βαρείας μορφής, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν συμπιεστικά κατάγματα στα σώματα των σπονδύλων.

 

 

Αν και μπορεί να προσβληθεί οποιοδήποτε οστό του σώματος, τα συμπτώματα της οστεοπόρωσης απαντώνται συνηθέστερα σε περιοχές που φέρουν βάρος ή τάση του σώματος (σώματα σπονδύλων και αυχένας μηριαίου οστού). Σε προσβολή της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, παρατηρούνται μορφολογικές αλλαγές στους σπονδύλους και ελάττωση του αναστήματος του ατόμου, ενώ είναι συχνά τα συμπιεστικά κατάγματα με ελάχιστη κίνηση.

 

 

Σπονδυλολίσθηση είναι η παρεκτόπιση ενός σπονδύλου προς τα εμπρός ως προς τον υποκείμενό του. Πρόκειται για αμιγώς ελληνικό όρο με πρώτο συνθετικό τη λέξη «σπόνδυλος» και δεύτερο τη λέξη «ολίσθηση», δηλαδή παρεκτόπιση. Ασθενείς ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών παραπονούνται συχνά για ραχιαλγία η οποία επιδεινώνεται κατά τη βάδιση και την παρατεταμένη ορθοστασία. Αργότερα, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν άλγος στην περιοχή των γλουτών και αργότερα κατά μήκος της πορείας του ισχιακού νεύρου.

 

 

Η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης φέρει το κυρίως βάρος του σώματος. Όταν στηρίζεται το σωματικό βάρος από σπονδύλους που εμφανίζουν αλλοιώσεις οστεοαρθρίτιδας, παρουσιάζονται τόσο  κλινικά όσο και ακτινολογικά σημεία. Στα κλινικά σημεία περιλαμβάνεται ο πόνος και, σε προχωρημένα στάδια, η αντισταθμιστική σκολίωση λόγω εξελικτικής βλάβης στα οστά και στις αρθρώσεις. Ακτινολογικά, χαρακτηρίζεται από την παρουσία οστεοφύτων, στένωση των μεσοσπονδύλιων διαστημάτων και τη μετατόπιση – κήλη του μεσοσπονδύλιου δίσκου, για να αναφερθούμε στα κυριότερα.

 

 

Η ορογονίτιδα είναι μια φλεγμονή του ορογόνου θυλάκου που εκδηλώνεται με επώδυνη συμπτωματολογία. Ο ορογόνος θύλακος είναι ένας σχισμοειδής σάκος που πληρούται με υγρό και ο οποίος λειτουργεί ως μαξιλάρι ή αποσβεστήρας των τάσεων, που δημιουργούνται μεταξύ τενόντων και οστών. Ο ορογόνος θύλακος περιέχει συνήθως ελάχιστο υγρό, αλλά όταν τραυματισθεί, εξοιδαίνεται και πληρούται με πολύ περισσότερο υγρό. Η υπακρωμιακή ή η υποδελτοειδής ορογονίτιδα είναι ένα είδος ορογονίτιδας που συμβαίνει όταν εξοιδηθεί ο θύλακος του ώμου. Η ορογονίτιδα μπορεί να οφείλεται σε εξαρθρήματα ή παρατεταμένη και υπερβολική πίεση στις αρθρώσεις, όπως συμβαίνει σε ορισμένες αθλητικές κακώσεις.

 

 

Η οστεοαρθρίτιδα είναι μία νόσος που χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια αρθρικού χόνδρου. Είναι η συνηθέστερη αρθροπάθεια στην οποία παρατηρείται διάβρωση του χόνδρου στις αντίστοιχες επιφάνειες και οδηγεί σε προοδευτική απώλεια της κινητικότητας της προσβεβλημένης άρθρωσης. Σε εκφύλιση του αρθρικού χόνδρου της διάρθρωσης του ώμου, περιορίζεται η κινητικότητα του άνω άκρου.

 

 

Συνήθως, τα εγγύς κατάγματα του βραχιονίου οστού συμβαίνουν σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών. Το τυπικό ιστορικό αναφέρει πτώση στην οποία ο ασθενής προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα άνω άκρα ως μέσα προστασίας. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε άτομα προχωρημένης ηλικίας παρατηρείται προοδευτική αφαλάτωση των οστών η οποία τα καθιστά ευάλωτα σε κατάγματα, αν και όχι απαραίτητα λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού.

 

 

Τα εξαρθρήματα του αγκώνα είναι συνήθη παρά τη μεγάλη σταθερότητά του. Είναι ιδιαιτέρως συχνά στα παιδιά ενώ συχνά προηγείται κάποιο είδος τραυματισμού. Όταν συμβεί το εξάρθρημα, παρατηρείται χαρακτηριστική παραμόρφωση του αγκώνα με έντονο άλγος, ειδικά κατά την κίνηση της άρθρωσης. Μολονότι οι επιπλοκές δεν είναι συχνές, υπάρχει λόγος ανησυχίας για κάκωση της βραχιονίου αρτηρίας και συμπίεση του μέσου νεύρου.

 

 

Ο αγκώνας αποτελείται από τη βραχιονοκερκιδική, τη βραχιονωλένια και την άνω κερκιδωλενική άρθρωση, οι οποίες περιβάλλονται σε κοινό θύλακο. Επομένως, κάταγμα σε κάποιο ή κάποια από αυτά τα ανατομικά στοιχεία μπορεί να επηρεάσει την κινητικότητα της άρθρωσης. Στα κατάγματα του αγκώνα περιλαμβάνεται πλήθος βλαβών. Πρόκειται για κατάγματα της τροχιλίας, υπερκονδύλια κατάγματα, συντριπτικά κατάγματα του κάτω πέρατος του βραχιονίου οστού και κατάγματα του ωλεκράνου. Το τελευταίο χαρακτηρίζεται από οξύ άλγος και αδυναμία να τελεσθούν συνήθεις κινήσεις της άρθρωσης.

 

 

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από μη ειδική, συνήθως συμμετρική φλεγμονή των περιφερικών αρθρώσεων η οποία μπορεί να οδηγήσει σε προοδευτική καταστροφή της άρθρωσης και των περιαρθρικών μορίων. Η πάθηση αυτή έχει συμμετρική κατανομή και αφορά κυρίως τις μικρές αρθρώσεις της άκρας χείρας, ιδιαίτερα τις εγγύς μεσοφαλαγγικές και τις μετακαρποφαλαγγικές αρθρώσεις, τις αρθρώσεις του άκρου ποδός, των καρπών, του αγκώνα και των ποδοκνημικών. Άλλο χαρακτηριστικό της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι η πρωινή δυσκαμψία που εμφανίζεται κατά την έγερση και διαρκεί άνω των 30 λεπτών ή μετά από παρατεταμένη αδράνεια.

 

 

Η οστεοαρθρίτιδα προσβάλλει συχνά τη βάση του αντίχειρα, τη λεγόμενη και βασική άρθρωση. Σχηματίζεται από ένα οστό του καρπού και ένα από τα οστά του αντίχειρα. Στην οστεοαρθρίτιδα εμφανίζονται μικρά οστέινα οζία στις αρθρώσεις των δακτύλων. Εξάλλου, ενδέχεται να εμφανιστεί αγκύλωση στις αρθρώσεις, οίδημα, άλγος και διόγκωση των οζίων. Η οστεοαρθρίτιδα είναι μια χρονία επιδεινούμενη πάθηση οφειλόμενη σε παραμόρφωση των αρθρώσεων με συνοδό έντονο άλγος που παρεμποδίζει την κινητικότητα των ασθενών.

 

 

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα προκύπτει από τη συμπίεση του μέσου  νεύρου στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού μεταξύ των επιμήκων τενόντων των καμπτήρων μυών του αντιβραχίου που κάμπτουν τη χείρα και του εγκάρσιου επιπολής συνδέσμου του καρπού. Η συμπίεση προκαλεί παραισθησία στην παλαμιαία επιφάνεια και την κερκιδική μοίρα της άκρας χείρας και άλγος στην περιοχή του καρπού και της παλάμης. Μερικές φορές το άλγος διανέμεται εγγύς (κεντρομόλα) από την περιοχή της συμπίεσης με κατεύθυνση το αντιβράχιο και τον ώμο. Συχνά, ο πόνος επιδεινώνεται κατά τη νύκτα. Ενδέχεται να επακολουθήσει αισθητικό έλλειμμα (υπαισθησία) στην παλαμιαία επιφάνεια των πρώτων τριών δακτύλων. Ενδέχεται να ατροφήσουν και να εξασθενήσουν οι μύες που ελέγχουν την απαγωγή και αντίθεση του αντίχειρα.

 

 

To κάταγμα Colle’s ń Pouteau-Colle’s είναι ένα εγκάρσιο κάταγμα κατά πλάτος του κάτω (ή άπω) πέρατος της κερκίδας, στο οποίο το άνω (ή εγγύς) τμήμα του οστού φέρεται (παρεκτοπίζεται) προς τα άνω του κάτω πέρατος σαν μανίκι. Συχνά μπορεί να συνυπάρχει κάταγμα της στυλοειδούς απόφυσης της ωλένης. Συνοδεύεται συχνά από οστεοπόρωση τύπου Ι (μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση) και παρατηρείται σε άτομα ηλικίας μεταξύ 50 και 75 ετών. Ο επιπολασμός του κατάγματος είναι πέντε φορές μεγαλύτερος στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες λόγω σημαντικής απώλειας φλοιού και οστικών δοκίδων (σπογγώδους οστού).

[Επιπολασμός: η αναλογία ενός συγκεκριμένου πληθυσμού, που διαπιστώνεται ότι επηρεάζεται από μια συγκεκριμένη κατάσταση.]

 

 

Η ισχιαλγία είναι άλγος κατά μήκος της οπίσθιας επιφάνειας του μηρού έως τη γαστροκνημία. Αν και το άλγος διανέμεται στην πορεία του ισχιακού νεύρου, σπάνια προκύπτει από κάποια βλάβη του νεύρου. Η ισχιαλγία εκδηλώνεται ως αντανακλαστικός πόνος που οφείλεται στη συμπίεση της οσφυϊκής ή της ιερής ρίζας εντός του σκληρού περιβλήματός της. Εκτός από άλγος, μπορεί να παρατηρηθούν αιμωδίες (οι αιμωδίες (μούδιασμα) (numbness) είναι το αίσθημα νυγμών ή μυρμηγκιάσματος στη περιοχή του δέρματος. Οι δύο κύριοι μηχανισμοί πρόκλησής τους είναι η ιστική υποξία και η διαταραχή της αισθητικής νευρική οδού.) και μειωμένη μυϊκή ισχύς στο πάσχον σκέλος.

 

 

Η διάρθρωση  του ισχίου περιλαμβάνει την άρθρωση μεταξύ της κεφαλής του μηριαίου οστού και του ανώνυμου οστού. Σχηματίζεται από την κεφαλή του μηριαίου οστού και με την κοτύλη του ανώνυμου οστού. Εξάρθρημα του ισχίου συμβαίνει όταν η κεφαλή του μηριαίου εξέλθει από την κοτύλη. Ο συνηθέστερος τύπος εξαρθρήματος είναι το οπίσθιο εξάρθρημα. Τα εξαρθρήματα ισχίου συμβαίνουν συνήθως ως αποτέλεσμα τροχαίου ατυχήματος.

 

 

Τα κατάγματα του αυχένα του μηριαίου είναι πολύ συνηθισμένα σε άτομα μεγάλης ηλικίας. Μια από τις συχνότερες αιτίες είναι η οστεοπενία λόγω οστεοπόρωσης που μπορεί να οδηγήσει σε κάταγμα μετά από μια απλή πτώση. Μετά το κάταγμα, η κεφαλή και ο αυχένας του μηριαίου τείνουν να εμφανίζουν προοδευτική παρεκτόπιση, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση.

 

 

Το ισχίο είναι μία από τις περιοχές του σώματος που προσβάλλονται συνηθέστερα από οστεοαρθρίτιδα. Στην οστεοαρθρίτιδα, ο αρθρικός χόνδρος τείνει να γίνει μαλακός, σχηματίζονται υποχόνδριες κύστεις και το υποκείμενο οστό σκληρύνεται. Στα χείλη της άρθρωσης αναπτύσσονται τυπικά οστεόφυτα. Μπορεί να υπάρχει υπερτροφία της αρθρικής μεμβράνης και ίνωση του αρθρικού θυλάκου η οποία προκαλεί μερικές φορές δυσκαμψία της άρθρωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιδείνωση της άρθρωσης εμφανίζει ταχεία προοδευτική εξέλιξη που μπορεί να συνοδεύεται από διάβρωση της κεφαλής του μηριαίου ή της κοτύλης.

 

 

Το ισχίο είναι μια από τις ισχυρότερες αρθρώσεις που υπό φυσιολογικές συνθήκες φέρουν το βάρος του σώματος. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι μια από τις αρθρώσεις που προσβάλλονται συνηθέστερα από οστεοαρθρίτιδα. Τα συμπτώματα οστεοαρθρίτιδας ισχίου ξεκινούν ύπουλα. Εμφανίζεται πόνος, ιδιαίτερα ως πόνος που επιδεινώνεται μετά την επανειλημμένη χρήση και υφίεται με την ανάπαυση. Το άλγος σχετίζεται συχνά με δυσκαμψία της άρθρωσης που εμφανίζεται έπειτα από μακρά περίοδο αδράνειας. Σε προχωρημένα στάδια, η καταστροφή της άρθρωσης προκαλεί παραμόρφωση και λειτουργική έκπτωση της άρθρωσης.

 

 

Το κάταγμα στο άπω πέρας του μηριαίου οστού συμβαίνει τυπικά πάνω από τους μηριαίους κονδύλους, αν και ορισμένες φορές ενδέχεται να επεκτείνεται σε όλο το μήκος τους. Αυτός ο τύπος κατάγματος παρατηρείται συνήθως σε άτομα προχωρημένης ηλικίας λόγω οστεοπόρωσης. Ωστόσο, μπορεί και να είναι το αποτέλεσμα σοβαρού τραυματισμού όταν το γόνατο είναι σε κάμψη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να μετέχει η ιγνυακή αρτηρία.

 

 

Στην οστεοαρθρίτιδα του γόνατος υπάρχει αλλοίωση των αρθρικών χόνδρων που χαρακτηρίζεται από εκφύλιση και διάβρωση αυτών των σχηματισμών. Ως αποτέλεσμα αυτής της προοδευτικής απώλειας αντιδρά το υποκείμενο οστό σχηματίζοντας περιφερικά οστεόφυτα. Αυτή η πάθηση προκαλεί μηχανικό πόνο που χαρακτηρίζεται από πόνο στην κίνηση και ανακούφιση κατά την ανάπαυση.

 

 

Η οστεοαρθρίτιδα του γόνατος είναι προοδευτική νόσος που χαρακτηρίζεται από επιφανειακή φθορά των αρθρικών χόνδρων. Σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, η διάβρωση της άρθρωσης είναι μεγαλύτερη και η οστική υπερτροφία ορατή γύρω από τα χείλη της άρθρωσης. Αρκετοί παράγοντες καθορίζουν την ταχύτητα της αρθρικής επιδείνωσης, η οποία τελικά καταλήγει σε κατατροφή των χόνδρων και στένωση του μεσάρθριου διαστήματος. Συνοδεύεται επίσης από ίνωση του αρθρικού θυλάκου και  περιαρθρική ανάπτυξη οστεοφύτων (οστικών ακανθών).

 

 

Η ορογονίτιδα είναι μια κλυδάζουσα περίγραπτη εξοίδηση της αρθρικής μεμβράνης που καλύπτει μερικές αρθρώσεις, όπως του γόνατος. Αυτή η εξεργασία είναι σχετικά συνήθης και προκύπτει από τη συνεχή τριβή μεταξύ του δέρματος και της επιγονατίδας (προεπιγονατιδική ορογονίτιδα) ή την επανειλημμένη τριβή μεταξύ του δέρματος και της επιπολής μοίρας του επιγονατιδικού συνδέσμου (υποεπιγονατιδική ορογονίτιδα) λόγω υπερβολικής σωματικής δραστηριότητας ή τραυματισμού.

 

 

Τα οστά που σχηματίζουν τη διάρθρωση του γόνατος είναι φυσιολογικά ασταθή, ενώ η παθολογική εξάρθρωση – παρεκτόπιση κυρίως εμποδίζεται με την ενέργεια συνδέσμων και μυών. Αυτά τα μόρια μπορούν να υποστούν κάκωση σε βίαιη κάμψη  ή στροφή της κνήμης ως προς το μηριαίο οστό. Τέτοιες κακώσεις είναι συχνές γενικά σε αθλητές, στους ποδοσφαιριστές (ή στους παίκτες ράγκμπυ κ.λπ.), στους σκιέρ,  καθώς και σε θύματα τροχαίων ατυχημάτων. Η ρήξη των συνδέσμων μπορεί να συμβεί εξαρτώμενη από τη μηχανική δύναμη που ασκείται στο γόνατο.

 

 

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι η συνηθέστερη χρόνια φλεγμονώδης νόσος που προσβάλλει πρωταρχικά τις αρθρώσεις. Αν και μπορεί να είναι στην αρχή ασυμπτωματική, ενδέχεται να υπάρχει άλγος, οίδημα και μειωμένη κινητικότητα της άρθρωσης κατά την εξέλιξη της νόσου. Σε πρώιμο στάδιο, η ρευματοειδής αρθρίτιδα χαρακτηρίζεται από υπερπλαστικές αλλοιώσεις της αρθρικής μεμβράνης των οποίων προηγείται μια οξεία φλεγμονώδης διεργασία. Κατά τη διαδρομή της φλεγμονώδους διεργασίας αρχίζει μία καταστροφική διάβρωση του αρθρικού χόνδρου. Σε πιο προχωρημένο  στάδιο, εξελίσσεται σε ινώδη αγκύλωση, που συνοδεύεται μερικές φορές από την ανάπτυξη παραμόρφωσης της άρθρωσης.

 

 

Υπεξάρθρημα της επιγονατίδας συμβαίνει όταν οι αρθρικές επιφάνειες του μηριαίου οστού και της επιγονατίδας είναι σε μερική επαφή. Πρόκειται για συνηθισμένη βλάβη όταν υπάρχει χαλάρωση των συνδέσμων ή κακή ανάπτυξη ή ατροφία του μέσου πλατέος μυός. Η εξασθένηση του τετρακεφάλου μπορεί να προκαλέσει εξάρθρημα της επιγονατίδας. Αυτό μπορεί επίσης να οφείλεται σε πίεση που ασκείται στους περιεπιγονατιδικούς ιστούς.

 

 

Ο γαστροκνήμιος και ο υποκνημίδιος μυς μοιράζονται έναν κοινό τένοντα, τον αχίλλειο τένοντα. Οι μύες αυτοί βρίσκονται στην οπίσθια επιφάνεια του κάτω άκρου και σχηματίζουν τη γαστροκνημία. Ο αχίλλειος τένοντας καταφύεται στο οστό της πτέρνας. Η τενοντίτιδα του αχίλλειου τένοντα είναι μια φλεγμονή του τένοντα και που μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες. Σε αυτή την πάθηση, εξοιδαίνεται συνήθως η περιοχή γύρω από τον τένοντα και είναι ευαίσθητη στην ψηλάφηση. Ο ασθενής εμφανίζει πόνο που εντείνεται κατά τη βάδιση ή την άσκηση.

 

 

Εξάρθρημα της ποδοκνημικής συμβαίνει σε κάκωση της ποδοκνημικής άρθρωσης χωρίς κάταγμα του αστραγάλου. Μεμονωμένο εξάρθρημα της ποδοκνημικής διάρθρωσης (χωρίς κάταγμα) είναι ενδεικτικό τουλάχιστον ρήξης του έξω πλαγίου συνδέσμου και σημαντικής διάστασης μεταξύ των οστών κνήμης και περόνης. Ο πιθανότερος μηχανισμός φαίνεται ότι είναι πρόσθια ή οπίσθια εξώθηση του αστραγάλου από τη  φυσιολογική του θέση σαν συνέπεια μιας αξονικής δύναμης που εφαρμόζεται στο πόδι που βρίσκεται σε πελματιαία κάμψη. H τελική μετατόπιση θα καθοριστεί από τη θέση του άκρου ποδός και την διεύθυνση της εξωτερικής δύναμης. Η αναστροφή του άκρου ποδός θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ενάρθρωσης ενώ η έξω στροφική κάκωση την πρόκληση εξάρθρωσης.

 

 

Το διάστρεμμα ορίζεται ως μερική ή ολική ρήξη των αρθρικών συνδέσμων. Οι κακώσεις των ποδοκνημικών συνδέσμων συμβαίνουν όταν κάποιο άτομο πέσει κάτω ή παραπατήσει. Συνήθως, υπάρχει μερική μόνο ρήξη του έξω πλαγίου συνδέσμου με επακόλουθο το διάστρεμμα. Ωστόσο, μερικές φορές συμβαίνει πλήρης ρήξη του συνδέσμου και εξάρθρωση. Ο αστράγαλος αναγκάζεται παροδικά να αναστραφεί για να επανέλθει έπειτα στην αρχική του θέση.

 

 

 

Στον άκρο πόδα η ρευματοειδής αρθρίτιδα προκαλεί επώδυνες παραμορφώσεις όπως ο βλαισός μέγας δάκτυλος, η σφυροδακτυλία και προεξέχουσες κεφαλές μεταταρσίων στο πέλμα. Οι ασθενείς δοκιμάζουν έντονο άλγος κατά τη βάδιση και δεν είναι σε θέση να φορέσουν κανονικά παπούτσια. Εξάλλου, η νόσος μπορεί να προσβάλει πρωτογενώς το πίσω τμήμα του πέλματος (την πτέρνα) και τον αστράγαλο, ενώ τελικά θα απαιτηθεί επανορθωτική επέμβαση ή προσθετική αντικατάσταση.

 

 

Η πτέρνα είναι το μεγαλύτερο από τα οστά του ταρσού.  Βρίσκεται στην κατώτερη και οπίσθια μοίρα του άκρου ποδός. Ο αστράγαλος παρεμβάλλεται μεταξύ της πτέρνας και των οστών της κνήμης. Η πτέρνα είναι σε άμεση επαφή με το έδαφος. Σε κατάγματα του κυρτώματος της πτέρνας, αυτή η μοίρα αποσπάται λόγω έλξης του Αχίλλειου τένοντα που χρησιμεύει για να συνδέει το οστό με τον τρικέφαλο γαστροκνήμιο μυ [αποτελείται από τον δικέφαλο γαστροκνήμιο (1), τον υποκνημίδιο(2) και όταν υπάρχει τον μακρό πελματι­κό(3). Ο μακρός πελματικός μυς λείπει σε ποσο­στό 5-10%.].

 

 

Σε εξαρθρήματα του άκρου ποδός, ο αστράγαλος εμφανίζει πλάγια παρεκτόπιση, λόγω της οποίας η βλάβη ονομάζεται έσω υπαστραγαλική παρεκτόπιση. Αυτή συνοδεύεται από έντονο άλγος με απώλεια κινητικότητας και συνοδό οίδημα στην περιοχή της άρθρωσης λόγω φλεγμονώδους συλλογής υγρού. Η άσκηση πίεσης τοπικά εκλύει πόνο.